λαλούμενα — τα τα λαϊκά μουσικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλούμενα — λαλέω talk pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλουμένας — λαλουμένᾱς , λαλέω talk pres part mp fem acc pl (attic epic doric) λαλουμένᾱς , λαλέω talk pres part mp fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… … Dictionary of Greek
ζυγιά — η 1. (για πρόσ.) ζεύγος, ζευγάρι 2. ζεύγος μουσικών οργάνων ή ζεύγος παικτών μουσικών οργάνων, π.χ., βιολιού και λαγούτου («στο γάμο του είχε πέντε ζυγιές λαλούμενα») 4. στάθμιση, ζύγισμα, ζύγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζυγ τού ζυγός + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
λάλημα — το (AM λάλημα) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φλυαρία νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα») 2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου 3. στον πληθ. τα λαλήματα τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek